- γεωπονικός
- η , ό[ν] агрономический, агротехнический;
ανωτάτη (μέση) γεωπονική σχολή — сельскохозяйственный институт (техникум)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανωτάτη (μέση) γεωπονική σχολή — сельскохозяйственный институт (техникум)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γεωπονικός — ή, ό (AM γεωπονικός, ή, όν) αυτός που αναφέρεται στη γεωπονία νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η γεωπονική η γεωπονία μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Γεωπονικά πραγματεία για τη συστηματική καλλιέργεια διαφόρων φυτών … Dictionary of Greek
γεωπονικός — ή, ό ο σχετικός με τη γεωπονία: Γεωπονική σχολή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γεωπονικῶν — γεωπονικός of fem gen pl γεωπονικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωπονικοῖς — γεωπονικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωπονικοῦ — γεωπονικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
geopónica — f. Geoponía. * * * geopónica. (Del gr. τὰ γεωπονικά, n. pl. de γεωπονικός). f. geoponía … Enciclopedia Universal
geopónico — ► adjetivo AGRICULTURA De la geoponía. * * * geopónico, ca. (Del gr. γεωπονικός). adj. Perteneciente o relativo a la geoponía … Enciclopedia Universal
geopónica — (Del gr. τὰ γεωπονικά, n. pl. de γεωπονικός). f. geoponía … Diccionario de la lengua española
geopónico — geopónico, ca (Del gr. γεωπονικός). adj. Perteneciente o relativo a la geoponía … Diccionario de la lengua española